Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Αν είχες ένα εκατομμύριο




Αν είχες ένα εκατομμύριο
Διήγημα

          Υπάρχουν διάφορες υποθετικές ερωτήσεις που εμπεριέχουν τη λέξη εκατομμύριο, όμως αυτή τη στιγμή μπορώ να σκεφτώ μόνο δύο, χωρίς να είμαι βέβαιος, εδώ που τα λέμε, ότι δεν είναι και οι μόνες που τελικά υπάρχουν, ή που είναι άξιες αναφοράς. Η πρώτη είναι η πρώτη που έρχεται στο μυαλό, καθότι είναι και αυτή που πραγματοποιείται συχνότερα: τι θα έκανες αν είχες ένα εκατομμύριο ευρώ; Δεν είναι αναγκαίο φυσικά το εκατομμύριο να είναι μοναχό, η ερώτηση μπορεί να αφορά ακόμη πιο ακραία ποσά (ποσά που δε θα δούμε ποτέ αγαπητέ μου αναγνώστη, ούτε εσύ ούτε κι εγώ, όσο κι αν το ελπίζουμε ή το απευχόμαστε), και εξίσου φυσικά δε χρειάζεται να αναφερθεί ότι το υποθετικό ποσό της εν λόγω ερώτησης που αναπόφευκτα τίθεται σε όλες τις άκρες του πλανήτη, εξαρτάται από την αξία του συναλλάγματος, τον πληθωρισμό της εκάστοτε χώρας και άλλους οικονομικούς όρους που δεν κατέχω, όπως επίσης δεν είμαι σίγουρος ότι και οι δύο που χρησιμοποίησα είναι όντως δόκιμοι. Εν πάση περιπτώσει, και για να εξηγήσω καλύτερα αυτό που θέλω να εννοήσω, υπάρχουν χώρες όπου μία τέτοια ερώτηση θα προκαλούσε απαντήσεις όπως θα αγόραζα ένα πακέτο τσιγάρα, θα έτρωγα σε ένα καλό εστιατόριο, θα πλήρωνα το νοίκι μου. Εν ολίγοις, το ποσό του ενός εκατομμυρίου (νόμισμα) είναι ένα ευτελές ή μέτριο ποσό, αντίστοιχο με το να αναρωτιόμασταν, εμείς οι περήφανοι Ευρωπαίοι, τι θα κάναμε αν είχαμε πέντε, πενήντα ή πεντακόσια ευρώ. Σε αυτές τις χώρες λοιπόν, η ερώτηση τίθεται κάνοντας λόγο για ένα δισεκατομμύριο (νόμισμα) ή ακόμα περισσότερα. Η δεύτερη ερώτηση είναι: θα έκανες (αυτό) αν σου έδιναν ένα εκατομμύριο ευρώ; Και σε αυτή την περίπτωση επίσης το ποσό είναι ανοιχτό σε διαπραγματεύσεις, άμεσα ανάλογο συνήθως του κινδύνου, του εξευτελισμού ή της δυσκολίας της πράξης. Σε αντίθεση με την πρώτη ερώτηση, που δε μας ενδιαφέρει καθόλου στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη, όταν τίθεται, (συνήθως πάνω από κάποια οινοπνευματούχα ποτήρια, με ένα τσιγάρο να γυρίζει από στόμα σε στόμα, σε κάποια φοιτητική εστία, πριν ρίξουμε ένα τζοκεράκι και αφού αγοράσουμε ένα λαχείο, ή μετά από κάποια απογοήτευση οποιασδήποτε φύσεως), ανήκει εξ ορισμού και αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας, αφού τίθεται από κάποιον που δεν κατέχει το ορισθέν ποσό, σε κάποιον που δε χρειάζεται να κάνει την πράξη που υποθετικά καλείται να κάνει, και ο οποίος δεν πρόκειται να κερδίσει ή να χάσει αυτά τα χρήματα (και ο οποίος, ακούγοντας αυτή την ερώτηση, και όσο σκέφτεται τι θα έκανε αν του έδιναν κτλ κτλ για να κτλ κτλ, σκέφτεται ταυτόχρονα τι θα έκανα αν είχα [ποσό], να λοιπόν που η πρώτη ερώτηση επανέρχεται, έστω και για λίγο, έστω και εξ ανακλάσεως, συνεχίζει όμως να μη μας ενδιαφέρει), άρα η όλη κατάσταση συμβαίνει εκ του ασφαλούς και δεν έχει το παραμικρό νόημα.
          Ο Α, άνθρωπος ασαφών κινήτρων, αυτό πρέπει να το δηλώσουμε εξ αρχής, ζάπλουτος και αμφίβολης ψυχικής ισορροπίας, αποφάσισε να δώσει τέλος στην υποθετικότητα τέτοιου είδους ερωτήσεων, έστω και για μια φορά. Μία από τις αγαπημένες ασχολίες του Α ήταν να περπατάει σε εξαθλιωμένες γειτονιές της πόλης του, όπου οι δρόμοι θύμιζαν σκουπιδότοπους, τα σπίτια έμοιαζαν με ερείπια (σε καμία περίπτωση ερείπια θαυμαστά, όπως αυτά που απολαμβάνουμε σε αρχαιολογικούς χώρους, υποσημείωση ανώφελη φυσικά), οι αποχετεύσεις βρωμούσαν όπως τα χειρότερα λιμάνια του κόσμου, και οι άνθρωποι ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, δυστυχισμένοι, βασανισμένοι και κάτωχροι, έχοντας ως μοναδική ελπίδα λύτρωσης έναν ήρεμο θάνατο, χωρίς οδύνη. Παράξενη ελπίδα, ένας ήρεμος θάνατος, αλλά αρκετή για να καταλάβουμε πόσο εφιαλτικές ήταν οι ζωές τους. Φυσικά, ο Α δεν καταδεχόταν να μιλήσει ποτέ με αυτούς τους απόκληρους, όλες αυτές οι πένθιμες πληροφορίες που παραθέσαμε πιο πάνω ήταν προϊόντα των παρατηρήσεων και της φαντασίας του, είναι όμως βέβαιο ότι δεν απείχαν καθόλου από την αλήθεια, όπως επίσης και ότι αποκλείεται να την ξεπερνούσαν.
          Ένα απόγευμα λοιπόν, και ενώ στεκόταν στη γωνία του κεντρικού δρόμου μιας τέτοιας γειτονιάς (ντυμένος προκλητικά, ως συνήθως, συνοδευόμενος από τους δύο ογκώδεις σωματοφύλακές του) και παρατηρούσε τους εξαθλιωμένους και αποστεωμένους ανθρώπους με τα κίτρινα πρόσωπα, άρχισε να σκέφτεται τις ερωτήσεις για τις οποίες έγινε λόγος στην αρχή του απαράδεκτου κειμένου μας. Στην απέναντι γωνία, στην άκρη του πεζοδρομίου ήρθε και κάθησε ένας πατέρας, κουρελής, άπλυτος και σιχαμένος, μαζί με τα δύο παιδάκια του, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, τα οποία έκατσαν μπροστά του, πάνω στο βρωμερό οδόστρωμα, αδιαφορώντας για τα λιγοστά σαράβαλα που περνούσαν δίπλα τους και ήταν έτοιμα κάθε στιγμή να τους προσφέρουν ένα θάνατο καθόλου ήρεμο. Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί, το άνοιξε και από μέσα έβγαλε ένα ξερό κομμάτι ψωμί, μικρότερο από μια παιδική γροθιά. Τα παιδιά είχαν τις πλάτες τους στραμμένες στον Α, αλλά εκείνος αντιλήφθηκε ότι τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν γιατί η λάμψη έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα. Τέτοια ευτυχία για τρεις μπουκιές ξερό ψωμί. Θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο που σχηματιζόταν αργά στο μυαλό του σε αυτήν εδώ τη γειτονιά, αλλά δε θα ήταν απολύτως διασκεδαστικό, τουλάχιστον όχι από όλες τις απόψεις. Από κάποιες απόψεις απολύτως, από κάποιες άλλες όχι τόσο, αλλά όσο απολύτως κι αν ήταν σε αυτές τις κάποιες, το όχι τόσο των άλλων ήταν αρκετό για να τον κάνει να καταλάβει ότι βρισκόταν σε λάθος γειτονιά. Αυτοί οι άνθρωποι, καθ’ όλα διασκεδαστικοί μέσα στη μιζέρια τους, δεν είχαν κανένα κοινό μαζί του, δεν υπήρχε ούτε ένα σημείο επαφής ή ταύτισης, για εκείνον σχεδόν δεν ήταν άνθρωποι, για να μην πούμε ότι σχεδόν δεν υπήρχαν. Όμοιος ομοίω.
          Αμέσως κλήθηκε ο σωφέρ του, ο οποίος έκοβε βόλτες στους δρόμους της γειτονιάς σκορπώντας δάκρυα και φθόνο. Ο Α μπήκε στο αυτοκίνητο, κάθησε στο πίσω κάθισμα, άναψε ένα πούρο του οποίου η ραφινάτη μπόχα γέμισε το θάλαμο, και η κάθε ρουφηξιά τον έφερνε πιο κοντά στην πλήρη σύλληψη του σχεδίου του. Λίγο αργότερα έφτασαν σε μια γειτονιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, υπό το πιο μετριοπαθές πρίσμα, μεσοαστική. Αφού περπάτησε για λίγο στους τακτοποιημένους πεζόδρομους μαζί με τους δύο σωματοφύλακές του, αποφάσισε να κάτσει σε ένα όμορφο μπιστρό. Παρήγγειλε το πιο ακριβό ρούμι και δεν παρατήρησε καν τι πήραν οι δύο φύλακες. Εξέτασε τα πρόσωπα των θαμώνων και προσπάθησε να φανταστεί ποιοι ήταν και από πού προέρχονταν. Είχε ήδη βρει δύο υποψήφιους που του φαίνονταν αρκετά υποσχόμενοι, όταν άκουσε από πίσω του κάποιον που μιλούσε στο κινητό του και έλεγε για σημαντικές εμπορικές συμφωνίες, για σύντομες φθινοπωρινές αποδράσεις σε ηλιόλουστους παραδείσους, για τα καπρίτσια και τις απαιτήσεις της γυναίκας του, για τα αντίστοιχα της ερωμένης του (απ’ όσο μπόρεσε να συμπεράνει ο Α), για τις προαποφασισμένες όσο και πανάκριβες σπουδές της τελειόφοιτης κόρης του και του λίγο μικρότερου γιου του στην Αμερική, εν ολίγοις πληροφορίες που αποκάλυπταν ένα βιοτικό επίπεδο που πολλοί θα ζήλευαν, μία ακμάζουσα επιχείρηση και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ο Α αναρωτήθηκε για λίγο τι είδους τηλεφώνημα μπορεί να ήταν αυτό, που έμοιαζε με βιογραφική εξομολόγηση, αλλά γυρνώντας λίγο προς τα πίσω κατάλαβε ότι αυτό το βεβιασμένο λογύδριο στην πραγματικότητα απευθυνόταν σε μια καλλίπυγο καστανή που καθόταν σε ένα κοντινό τραπεζάκι πίνοντας το καφεδάκι της και μασουλώντας το κρουασσάν βουτύρου της χωρίς να δίνει σημασία, ή κάνοντας ότι δεν. Ίσως ο άντρας παραφούσκωνε την εικόνα του εαυτού του με ψέματα, αλλά αυτό το σύντομο βλέμμα προς τα πίσω ήταν αρκετό για να καταλάβει ο Α ότι αυτά τα ίσως ψέματα δεν ήταν εντελώς αβάσιμα. Πρόσεξε τα χρυσά μανικετόκουμπα, το φίνο κουστούμι, ένα ασημένιο ρολόι σαν πιατάκι τσαγιού και δύο δαχτυλίδια. Όσα ψέματα κι αν είχε πει, η οικονομική βάση υπήρχε.
          Όταν ολοκληρώθηκε το τηλεφώνημα, ο Α έκανε νόημα με τα μάτια στον ένα φύλακά του (κάθονταν στο μπαρ), και εκείνος πλησίασε τον άντρα και του ζήτησε να μεταφερθεί στο διπλανό τραπέζι, αυτό που βρισκόταν στην πλάτη του για να είμαστε σαφείς και για να μην προκαλέσουμε σύγχυση στον αναγνώστη. Ο άντρας παραξενεύτηκε, αρχικά αρνήθηκε, αλλά ποιος ξέρει τι του είπε ή τι βλέμμα του έριξε το κουστουμαρισμένο θηρίο, και έτσι σηκώθηκε, πήρε το κεχριμπαρένιο ποτό του και ήρθε να κάτσει με τον Α. Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζονται για μερικά δευτερόλεπτα. Ο Α τον εξέτασε από πάνω ως κάτω και παρατήρησε ότι το κουστούμι δεν ήταν τόσο καλό όσο του είχε φανεί αρχικά, τα μανικετόκουμπα του φάνηκαν θαμπά, το ρολόι μαϊμού (το μιμητικότερο εκ των πρωτευόντων), και, οποία ντροπή, ότι το κινητό δεν ήταν το τελευταίο μοντέλο. Δεν ήταν καν το προτελευταίο. Σχεδόν πανηγύρισε, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν ο τέλειος άνθρωπος.
          Συστήθηκαν. Ο Β (έτσι θα αποκαλούμε αυτό τον άντρα από δω και πέρα, παρόλο που δε λέγεται έτσι) ζήτησε να μάθει το λόγο της πρόσκλησης, αλλά ο Α αγνόησε την ερώτηση και τον ρώτησε με τι ασχολείται, από πού είναι, κτλ κτλ, και ο τόνος του ήταν τέτοιος που δεν άφησε στον Β το περιθώριο να μην απαντήσει στις ερωτήσεις, ούτε και να επιμείνει στη δική του. Είπε λοιπόν ότι είχε μια εύρωστη επιχείρηση που έφτιαχνε πλαστικά και χάρτινα ποτήρια, πλαστικά μαχαιροπίρουνα, χαρτοπετσέτες. Τι τα θες, είπε, φαίνονται μικρά αλλά εκεί είναι τα φράγκα, στα μικρά πράγματα. Ήθελε να επεκτείνει την επιχείρηση στις οδοντογλυφίδες και τα αρωματικά μαντηλάκια. Ζούσε σε μια πολύ καλή γειτονιά, αρκετά κοντά σε αυτή που βρισκόμαστε τώρα, του μίλησε για τη γυναίκα και τα παιδιά του (απέκρυψε την ερωμένη), για το αυτοκίνητο και το εξοχικό του. Ο Α συμπέρανε ότι ο Β ήταν πολύ ευκατάστατος αλλά δεν είχε φτάσει στο σημείο που επιθυμεί κάθε άνθρωπος: να εξασφαλίσει για πάντα τον εαυτό του και τα παιδιά του. Βασιζόμενος σε έναν αβάσιμο συλλογισμό, που δεν απείχε όμως από την αλήθεια, ο Α υπολόγισε ότι αν ο Β έκλεινε το εργοστάσιο και σταματούσε να δουλεύει, η περιουσία του θα ήταν ικανή να τον συντηρήσει για μία δεκαετία το πολύ. Αρχικά, όταν συνελάμβανε ακόμα το σχέδιό του, σκόπευε να δομήσει την ερώτησή του γύρω από ένα εκατομμύριο, αλλά τώρα, μπροστά σε πραγματικές συνθήκες και μη θέλοντας να το διακινδυνεύσει, αποφάσισε να προσφέρει τρία.
        «Έχω να σας κάνω μία πρόταση.» είπε. Ο άλλος έδειξε να ενδιαφέρεται, αυτό έδειξαν οι αντιδράσεις του σώματός του.
          «Σας ακούω.»
          «Για τρία εκατομμύρια ευρώ,» ξεκίνησε ο Α και αφέθηκε σε μία μακρά παύση για να αφήσει το συνομιλητή του να επαναλάβει μέσα του αυτές τις τόσο όμορφες λέξεις, για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του, για να τον κάνει να ποθήσει τη συνέχεια και για να δει το βλέμμα του, για να παίξει μαζί του εν ολίγοις, «θα τρώγατε τα σκατά σας;»
          Η αντίδραση του Β ήταν ένα μείγμα απογοήτευσης και προσβεβλημένης αξιοπρέπειας, με ένα λεπτό φινίρισμα από βρισιές και βλέμματα μίσους.
          «Η προσφορά μου είναι σοβαρή, αληθής και θα ισχύει μέχρι αύριο το πρωί στις εννέα.» του είπε χωρίς να κινήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τα χείλια του. Ο Β έκανε να σηκωθεί θυμωμένος. Ο Α τον σταμάτησε: «Αυτή είναι η κάρτα μου.» του είπε, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση. Ο Β σάστισε, ξανάκατσε στην καρέκλα του και στο βλέμμα του φαίνονταν οι ερωτήσεις ποια κάρτα και, κυρίως, ποια αυτή; Η κάρτα εισήλθε αργά αργά στο οπτικό του πεδίο και τον κοψοχόλιασε, αφού κατάλαβε ότι όλη αυτή την ώρα ο σωματοφύλακας στεκόταν από πίσω του. Την κοίταξε για λίγο, κοίταξε τον Α, έκανε να φύγει, έφυγε, ξαναγύρισε, στάθηκε πάνω από το τραπέζι μπαρουτοκαπνισμένος, ψάχνοντας κάτι να πει, εκνευρίστηκε που δεν έβρισκε τίποτα, ο σωματοφύλακας του έβαλε την κάρτα στο τσεπάκι του σακακιού, του ίσιωσε τη γραβάτα και τον έστειλε στο καλό.
          Δεν έχει κανένα νόημα να περιγράψουμε την ήρεμη αγωνία του Α ούτε και τον ολονύκτιο διχασμό του Β. Εδώ δεν κάνουμε ψυχογράφημα. Αρκεί να μεταφερθούμε στο επόμενο πρωινό, λίγο πριν τις εννιά, και να ακούσουμε το τηλέφωνο που χτυπά στην έπαυλη του Α για να καταλάβουμε ότι ο Β αποφάσισε πως για τρία εκατομμύρια ευρώ αξίζει να φας τα πάντα, ακόμα και τα σκατά σου, ίσως ακόμη και τα παιδιά σου.
          Κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται όταν είναι ακόμη ζεστά. Το γεύμα κανονίστηκε για το ίδιο βράδυ. Ο Β έφτασε στην έπαυλη του Α και τον υποδέχτηκε μια γυναίκα του υπηρετικού προσωπικού, η οποία πήρε το παλτό και το κασκόλ του και τον παρέδωσε στο σωματοφύλακα που το προηγούμενο απόγευμα του είχε δώσει την κάρτα. Εκείνος, σιωπηλός σαν βιβλίο, τον οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ελάχιστα έπιπλα, ένα τραπέζι και μια καρέκλα για την ακρίβεια, και γυμνούς τοίχους χωρίς παράθυρα. Ένας άλλος άντρας, ας τον ονομάσουμε Λ για να μη χρειάζεται συνέχεια να γράφουμε ο άντρας και ο άντρας, του έδωσε κάποιες εξηγήσεις. Τον ρώτησε αν ήταν έτοιμος, από άποψη πέψης, και του είπε ότι μπορούσε να διαχειριστεί το θέμα όπως επιθυμούσε, ντυμένος ή γυμνός, με οπτικά ή απτά ερωτικά βοηθήματα, να αφοδεύσει όπου ήθελε, στο πάτωμα, στη λευκή πορσελάνινη λεκάνη, στο τραπέζι, στα χέρια του, ότι μπορούσε να πάρει όσο χρόνο χρειαζόταν. Γενικώς, δεν υπήρχαν περιορισμοί. Ο μόνος περιορισμός ήταν ότι ο Λ θα έμπαινε μαζί του στο δωμάτιο για να πιστοποιήσει την πράξη.
          Μπήκαν στο δωμάτιο. Ο Λ έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσε τον Β που δεν ήξερε τι να κάνει και από πού να αρχίσει. Περιφερόταν στο χώρο, ίδρωνε και ξεφυσούσε. Μετά από είκοσι λεπτά που κύλησαν έτσι, κατέβασε με αργές κινήσεις το παντελόνι του, το εσώρουχό του, και έκατσε πάνω από τη λεκάνη με λυγισμένα γόνατα. Όση ώρα προσπαθούσε να συγκετρωθεί, κοιτούσε πλαγίως τον Λ, ο οποίος έκανε ότι δεν έδινε σημασία, για να τον διευκολύνει. Μετά από δέκα λεπτά που πέρασαν με υπόκωφες, και σε δύο περιπτώσεις ντροπαλές, πορδές, μία μακρόστενη κουράδα ξεμύτισε ανάμεσα στα κωλομέρια του και κουλουριάστηκε μέσα στη λεκάνη. Ο Λ θέλησε να χειροκροτήσει, αλλά δεν το έκανε. Το εύκολο μέρος είχε ολοκληρωθεί και δεν ήθελε να τον αγχώσει τώρα που έφτανε στο κυρίως πιάτο. Όλο το δωμάτιο βρωμοκοπούσε. Ο Β έμεινε για αρκετή ώρα να κοιτάζει το περιεχόμενο της λεκάνης, ιδρώνοντας και ξεφυσώντας, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει κάποιους αναστεναγμούς δυσφορίας. Ο Λ δεν άντεξε και έσπασε τη σιωπή του, παρόλο που δεν το ήθελε. Του επεσήμανε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να έβγαζε τα ρούχα του από τη μέση και πάνω. Ότι τι δικαιλογίες θα έβρισκε να πει στη γυναίκα του αν πήγαινε στο σπίτι με χεσμένο γιακά, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ο Β πήρε το βλέμμα που έχουμε όταν μας κάνουν υποδείξεις, σωστές μεν αλλά ενοχλητικές, την ώρα που βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση, απλά το δικό του βλέμμα ήταν τρία εκατομμύρια φορές πιο ενοχλημένο, αξιολύπητο και κατσιασμένο. Υπάκουσε στην υπόδειξη βγάζοντας το σακάκι, το πουκάμισο και το φανελάκι με μηχανικές κινήσεις, και γονάτισε ξανά πάνω από τη λεκάνη. Έμεινε έτσι για άλλα δέκα λεπτά. Μέχρι που ξαφνικά έχωσε το χέρι μέσα στα σκατά, έμεινε έτσι για ένα δευτερόλεπτο, και με μια απότομη κίνηση έφερε στο στόμα του τη γεμάτη του χούφτα. Αμέσως όλο του το σώμα τραντάχτηκε από ένα σπασμό, και το δωμάτιο γέμισε με ακόμα πιο έντονη μπόχα λόγω της σπασμένης κουράδας. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν έκανε σκέψεις όπως τι ήταν κάποτε αυτό που τώρα έτρωγε, για ποιο λόγο ήταν καφέ, πότε πρόλαβε και κρύωσε, πώς μπορούν κάποιοι άνθρωποι και τη βρίσκουν με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αναρωτιόταν πώς θα κατάφερνε να φάει όλο το κουράδι χωρίς να κάνει εμετό, και ότι αυτή ακριβώς η σκέψη ήταν που τον έκανε τελικά να κάνει εμετό. Τώρα λοιπόν δεν είχε απλώς να φάει τα σκατά. Έπρεπε να φάει τα σκατά του επικαλυμμένα με τον εμετό του. Δύο ώρες αργότερα, και μετά από πολλά πισωγυρίσματα, είχε τελειώσει. Αν υπάρχει θέληση όλα γίνονται.
          Ο Λ τον πλησίασε, έλεγξε τη λεκάνη και είδε ότι ήταν άδεια. Υπήρχαν μόνο λίγα υπολείμματα εμετού, ή κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί κυρίως εμετός, αφού μετά από όλη αυτή τη διαδικασία, αυτές οι δύο έννοιες είχαν πλέον συγχωνευθεί. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ικανοποιητικό.
          «Συγχαρητήρια.» του είπε. «Μόλις φάγατε τα σκατά σας». Ο τόνος λεπτής ειρωνείας που πίστευε ότι διέκρινε ο Β, διαγράφηκε από την προσθήκη, «Για τρία εκατομμύρια ευρώ.» Επανήλθε όμως: «Ελπίζω να σκεφτήκατε να φέρετε οδοντόβουρτσα.»
          Δεν είχε φέρει. Και κανείς δεν του έδωσε.
          Σε καμία περίπτωση δε μας ενδιαφέρει η αποχώρησή του από την έπαυλη του Α, ούτε η επιστροφή στο σπίτι του, ούτε και η πολύ παράξενη συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα και τα παιδιά του, το ότι πήγε και κλείστηκε στον ξενώνα χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, και άλλες τέτοιες δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι το επόμενο μεσημέρι μίλησε με την τράπεζα και πληροφορήθηκε ότι ο λογαριασμός του είχε μεγαλώσει κατά τρία εκατομμύρια ευρώ. Αυτή η είδηση ήταν σχεδόν αρκετή για να τον κάνει να ξεχάσει τη σιχαμάρα της προηγούμενης νύχτας, παρόλο που τα ούλα, τα δόντια και ο ουρανίσκος του ήταν ακόμα διαποτισμένα από τα περιττώματά του, όσες φορές κι αν βούρτσισε τα δόντια του, όσες στοματικές πλύσεις κι αν έκανε. Σύντομα η αηδία επέστρεψε, χωρίς όμως να ξεπερνά πλέον τη χαρά. Έφυγε από το σπίτι και πήγε για σούσι. Όχι γιατί το έκανε κέφι εκείνη την ώρα, αλλά για να πνίξει το στόμα του στο ουασάμπι. Αργότερα στο σπίτι έφαγε τρία κρεμμύδια και ένα σκόρδο, μπόλικο ταμπάσκο, ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκυ, και γενικώς έβαλε στο στόμα του τις πιο δυνατές γεύσεις για να ξεπλύνει τις άλλες, τις επίμονες, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η γεύση των περιττωμάτων του είχε φύγει προ πολλού από το στόμα του και κατοικούσε μόνο στο μυαλό του. Εκεί όμως δεν είχε καμία πρόσβαση.
          Την επόμενη μέρα ένοιωθε ήδη καλύτερα, και η σκέψη του τραπεζικού του λογαριασμού επισκίαζε εντελώς την ανάμνηση της προχθεσινής νύχτας. Χωρίς να εξηγήσει τίποτα σε κανέναν, το απόγευμα επέστρεψε στο σπίτι με ένα ολοκαίνουργιο και πανάκριβο διθέσιο αυτοκίνητο (δε θα αναφέρουμε τη μάρκα, δεν είναι εδώ τόπος για διαφημίσεις), την επομένη αγόρασε εξοχικό σε ένα νησί, και τη μεθεπομένη έκανε τις πρώτες κινήσεις για την επέκταση της επιχείρησής του. Μέσα σε μία εβδομάδα είχε ξοδέψει ή επενδύσει τα δύο τρίτα του ουρανοκατέβατου κεφαλαίου, και η αυτοπεποίθησή του είχε τονωθεί, ίσως ήταν πιο σίγουρος για τον εαυτό του από ποτέ. Ο οξυδερκής αναγνώστης έχει ήδη καταλάβει ότι όλες αυτές οι θετικές συνέπειες για το φίλο μας δεν είναι παρά ένα μικρό διάλειμμα πριν από την επόμενη ανατροπή, όχι μόνο της πλοκής, αλλά και της ψυχικής του ισορροπίας. Γιατί λίγες μέρες αργότερα, ο Β, βγαίνοντας από το εργοστάσιό του βρήκε κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του καινούργιου του αυτοκινήτου έναν ψηφιακό πολυμορφικό δίσκο, κοινώς, ένα DVD.
          Το περιεχόμενο είναι προφανές: αφού είδε τον εαυτό του να τρώει τα σκατά του (μα πού διάολο ήταν κρυμμένη αυτή η κάμερα;), είδε στην οθόνη τον Α, ο οποίος του έλεγε, πολύ απλά, το εξής: «Αν δε μου δώσετε τρία εκατομμύρια ευρώ, η γυναίκα σας και τα παιδιά σας θα δούνε αυτό το βίντεο. Υποθέτω πως δε θα το θέλατε αυτό.» Ο Β γέμισε οργή και τρόμο. Η πρώτη του κίνηση, ενστικτώδης, ήταν να ψάξει το τηλέφωνό του για να καλέσει το δικηγόρο του, θέλοντας να υποβάλει μήνυση για εκβιασμό, αλλά αμέσως κατάλαβε ότι η οποιαδήποτε νίκη θα ήταν μόνο ηθικής φύσης, και ότι σε καμία περίπτωση δε θα απέφευγε το ξεμπρόστιασμα και την κατακραυγή. Ενώ εκείνος ήθελε πάση θυσία να αποφύγει τον εξευτελισμό. Γι’ αυτό κάλεσε αμέσως τον Α – περιττό να πούμε ότι δε μίλησε με τον Α, αλλά με τον Λ – και του είπε να μην κάνει καμιά βλακεία και ότι θα επέστρεφε τα χρήματα εντός ολίγων ημερών. Μέσα σε αυτές τις μέρες πούλησε το αυτοκίνητο, στο ένα τρίτο της αρχικής τιμής, το εξοχικό, στα δύο τρίτα της αρχικής τιμής, αλλά συνειδητοποίησε ότι για να πάρει πίσω τα χρήματα που είχε επενδύσει στην επέκταση της επιχείρησης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Από τα χρήματα που έλαβε, κατάφερε να πάρει πίσω λιγότερα από τα μισά. Έτσι λοιπόν, αναγκάστηκε να αντλήσει κεφάλαια από τον τραπεζικό του λογαριασμό. Την επόμενη εβδομάδα κατέθεσε τρία εκατομμύρια ευρώ στο λογαριασμό του Α και, ήσυχος πλέον, προσπάθησε να ξεχάσει όλα όσα είχαν συμβεί.
          Όμως, δύο μέρες αργότερα, ξύπνησε για να δει ότι η γυναίκα του είχε πάρει τα παιδιά και είχαν φύγει από το σπίτι. Μπορούμε να φανταστούμε ένα σωματοφύλακα να την πλησιάζει την ώρα που βγαίνει από το δοκιμαστήριο σε ένα κατάστημα ρούχων, κοιτάζεται στον καθρέφτη και αξιολογεί το φόρεμα που σε λίγη ώρα ίσως γίνει δικό της, να πλησιάζει τα παιδιά που περιμένουν το σχολικό, και να τους δίνει από ένα DVD, το οποίο περιέχει το βίντεο της κοπροφαγίας και άλλο ένα όπου ο Λ, με καλυμμένο πρόσωπο, εξηγεί τι ακριβώς συνέβη και ποιο ήταν το τίμημα. Η γυναίκα του λοιπόν, την οποία δεν υπάρχει λόγος να ονομάσουμε κάπως, αφού σε λίγο η ιστορία μας φτάνει στο τέλος της, του είχε αφήσει ένα σημείωμα όπου τον αποκαλούσε σιχαμένο, του έλεγε ότι θα μιλούσε με το δικηγόρο της, ότι δε θα ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά του. Αργότερα μέσα στη μέρα, ο Β δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον εν λόγω δικηγόρο, τον οποίο από τώρα και στο εξής θα αποκαλούμε δικηγόρο, που τον ενημέρωσε για την αίτηση διαζυγίου, επιμέλειας των παιδιών και διάφορα νομικά που έκαναν λόγο για ηθική αποζημίωση, διατροφή, τρία εκατομμύρια, αλλά ο Β πλέον δεν καταλάβαινε τι του γινόταν. Και το τελικό χτύπημα, αν και δεν το ξέρει ακόμα, βρίσκεται στα εισερχόμενα της ηλεκτρονικής του αλληλογραφίας: ένας σύνδεσμος που οδηγεί σε ένα βίντεο με ελάχιστες θεάσεις, το οποίο όμως μέσα σε λίγες ώρες θα έχει γίνει viral.
          Έτσι λοιπόν τελειώνει η ιστορία του ανθρώπου που έφαγε τα σκατά του για τρία εκατομμύρια ευρώ. Ο οποίος, εδώ που τα λέμε, όχι μόνο δεν πήρε τρία, αλλά έδωσε και δύο για να τα φάει, και ποιος ξέρει αργότερα πόσα ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου